Γράφει ο Βαγγέλης Μανωλόπουλος*
Αν και τα περισσότερα παιδιά σε μικρή ηλικία συμμετέχουν ενεργά σε κάποια αθλητική δραστηριότητα, πολλά εξ αυτών «αναγκάζονται» λίγο πριν ή μετά την εφηβεία να εγκαταλείψουν την ενασχόλησή τους με τον αθλητισμό. Συνήθως, στο επόμενο βήμα ακολουθούν βλαβερές συνήθειες όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ αλλά και η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού. Εξάλλου, η χώρα μας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως όσο αφορά στη παιδική και νεανική παχυσαρκία.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι σταματούν τον αθλητισμό; Τι είναι αυτό που τους κάνει να παρατούν την αγαπημένη στα παιδικά τους χρόνια ασχολία; Σε πρώτη ανάγνωση, η εύκολη απάντηση αφορά στην έλλειψη υποδομών της χώρας μας. Αλήθεια, όμως, τι υποδομές χρειάζονται για να παίξει μία παρέα εφήβων ποδόσφαιρο;
Το μόνο απαραίτητο είναι η ύπαρξη μίας μπάλας, τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα. Ωστόσο, όλο και περισσότερα παιδιά απομακρύνονται από τον αθλητισμό, προτιμούν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και αδιαφορούν για την άσκηση και την σωματική τους υγεία. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι το εξής:
Γιατί τα παιδιά σταματούν τον αθλητισμό;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι πολυδιάστατη και έχει τις ρίζες της στο γιατί τα παιδιά ξεκινούν τον αθλητισμό.
Τα παιδιά από μικρή ηλικία σε παρέες ή στα πλαίσια οργανωμένων αθλητικών ακαδημιών συμμετέχουν για τη χαρά του παιχνιδιού. Τα περισσότερα παιδιά δεν αναμένουν να γίνουν επαγγελματίες αθλητές (αν και συνήθως το εύχονται), απλώς ευχαριστιούνται αυτό που κάνουν. Μεγαλώνοντας όμως στα ανταγωνιστικά πλαίσια του οργανωμένου αθλητισμού, τα παιδιά συνήθως μαθαίνουν ότι η επιτυχία ή η αποτυχία ενός αθλητή έχει άμεση συνάρτηση με το αν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα και όχι με το αν πέρασε καλά.
Για τα παιδιά ο αθλητισμός μετατρέπεται από παιχνίδι σε ένα συνεχές κυνήγι επιτυχίας και αναγνώρισης από τους άλλους. Όσα παιδιά έχουν την τύχη και την ικανότητα να ξεχωρίσουν, έχουν και πολλές περισσότερες πιθανότητες να συνεχίσουν να αθλούνται.
Όσοι αθλητές όμως δεν νιώθουν να είναι εξίσου ικανοί για να πετύχουν όσα ονειρεύονται οι ίδιοι (ή κάποιοι άλλοι για αυτούς), αργά ή γρήγορα θα αποσυρθούν από την ενασχόλησή τους με το άθλημα.
Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Ως αθλητικός ψυχολόγος, προτρέπω τους γονείς των μικρότερων παιδιών των ακαδημιών που συνεργάζομαι να θέτουν τις σωστές βάσεις για να παραμείνουν τα παιδιά τους ενεργά στον αθλητισμό. Ιδιαίτερης βαρύτητας για να επιτευχθεί αυτό αποτελεί το να δίνουν οι ίδιοι μεγαλύτερη έμφαση στην προσπάθεια που καταβάλλει το παιδί-αθλητής παρά στο αποτέλεσμα που θα φέρει. Εξάλλου, το αποτέλεσμα δεν κρίνεται μόνο από τους ίδιους. Ένα παιδί όμως που θα μάθει να «μετράει» την απόδοσή του βάσει της δικής του ατομικής επίδοσης και βελτίωσης θα ξέρει που βρίσκεται, που θέλει να φτάσει και θα έχει σαφή εικόνα των δυνατοτήτων του. Αντιθέτως, ένας αθλητής που χρησιμοποιεί ως μέτρο σύγκρισης την απόδοση των άλλων, ποτέ δεν θα έχει μία ξεκάθαρη εικόνα της προσωπικής του απόδοσης και θα έχει αμφιβολίες όσο βλέπει συμπαίκτες ή αντιπάλους να αποδίδουν καλύτερα από τον ίδιο.
Ακόμη, τα παιδιά – αθλητές πρέπει να έχουν το δικαίωμα της επιλογής του αθλήματος με το οποίο θα ασχοληθούν. Αν για παράδειγμα σε ένα παιδί δεν ταιριάζει/αρέσει το ποδόσφαιρο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν του ταιριάζει/αρέσει κανένα άλλο άθλημα. Το σημαντικό είναι τα παιδιά να παραμείνουν ενεργά στον αθλητισμό, όχι να πάρουν μεταγραφή σε μεγάλη ομάδα.
Ένα παιδί που έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει διαφορετικά αθλήματα, είναι και σε θέση να γνωρίζει αν ένα αθλητικό πλαίσιο του ταιριάζει, αν τα καταφέρνει στο συγκεκριμένο άθλημα κι αν, πρωτίστως, περνάει καλά.
Ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα για τα παραπάνω να αποτελεί η κατάλληλη επιλογή των ανθρώπων που αλληλεπιδρούν με τα παιδιά. Συνήθως, οι γονείς επιλέγουν την αθλητική ακαδημία βάσει απόστασης ή ωραρίου. Τις περισσότερες φορές το τελευταίο κριτήριο για την επιλογή της ακαδημίας αποτελούν οι άνθρωποι και η φιλοσοφία του συλλόγου. Όπως επισημαίνω πολλές φορές σε συζητήσεις μου με γονείς: εφόσον επιλέγετε για τα παιδιά σας βάσει κάποιων κριτηρίων τον γιατρό ή τον καθηγητή, γιατί δεν χρησιμοποιείται τα ίδια κριτήρια για την επιλογή του προπονητή; Η αλληλεπίδραση του προπονητή με τους αθλητές είναι μεγάλης σπουδαιότητας τόσο για την αθλητική όσο και για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Ο κατάλληλος προπονητής μπορεί να βοηθήσει το παιδί – αθλητή να φτάσει στο μέγιστο των αθλητικών του δυνατοτήτων αλλά, κυρίως, μπορεί να το βοηθήσει να ευχαριστιέται τη συμμετοχή του και να του διδάξει μέσω του αθλητισμού πολύτιμα για την μετέπειτα ζωή του μαθήματα.
Ο Βαγγέλης Μανωλόπουλος είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Ε.Κ.Π.Α., κάτοχος Μεταπτυχιακού στο ΠΜΣ Ψυχολογία της Άσκησης στη Σ.Ε.Φ.Α.Α. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Αθηνών, το Σύνδεσμο Αθλητικών Προσαρμοσμένων Δραστηριοτήτων Victor Artant-ΝΙΚΗ, το Κέντρο Ημέρας Βαβέλ ενώ έχει εργαστεί και στη Διεύθυνση Πρόνοιας του Δήμου Λαμίας.
Συνεργάζεται με αθλητικές ακαδημίες και είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΟΑΣΠΕ (Οργανισμός Ανάπτυξης Σχολών Ποδοσφαίρου Ελλάδας).
Επιμέλεια: Δώρα Ιωακειμίδου