Η συμβολή των γονέων στην ανατροφή των παιδιών είναι τόσο απαραίτητη όσο και καθοριστική στην μετέπειτα εξέλιξη των παιδιών. Η στάση των γονέων απέναντι στα παιδιά, θα συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην εφηβική και ενήλικη συμπεριφορά τους. Ζητώντας από τα παιδιά υπευθυνότητα και πρωτοβουλία, εμπιστοσύνη στον εαυτό και αποφασιστικότητα, τόλμη και δυναμισμό, περιγράφουμε ένα παιδί, το οποίο έχει ανατραφεί σε περιβάλλον υποστήριξης μεν, όχι όμως υπερπροστατευτικό.
Υπερπροστατευτικός θεωρείται ο γονέας ο οποίος κινείται διαρκώς “γύρω” από το παιδί, βάζει κανόνες και διατυπώνει απαγορεύσεις, με σκοπό να το προστατεύσει από ένα περίγυρο φαινομενικά επικίνδυνο.
Η αιτία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς σχετίζεται με την ανησυχία του ίδιου του γονέα για το αν είναι επαρκής στο ρόλο του, με τα δικά του παιδικά βιώματα, τα οποία δεν περιελάμβαναν τη φροντίδα που θα ήθελε ή και ο ίδιος έχει ανατραφεί σε ανάλογο περιβάλλον και “κληροδοτεί” τη στάση του. Ο ίδιος ο γονέας, θέλοντας να αιτιολογήσει τη στάση του, προβάλει την επικινδυνότητα του περιβάλλοντος και τις διαρκείς “απειλές” που υπάρχουν για το παιδί, απειλές και κίνδυνοι που, ωστόσο, δεν τελειώνουν ποτέ.
Ειδικότερα στο περιβάλλον του αθλητισμού ο υπερπροστατευτικός γονέας “βλέπει” και “προβλέπει” συνωμοσίες εναντίον του παιδιού, προβάλλει την κούραση ως απειλητική για τον νεαρό αθλητή, ανησυχεί για τραυματισμούς και άσχημες συμπεριφορές, φοβάται μήπως ο αθλητής αποτύχει και δεν μπορεί να το ξεπεράσει.
Πώς θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από κάποιον να είναι αγωνιστικός και μαχητικός στο πλαίσιο του αγώνα, ενώ στην καθημερινότητά του, τόσο αθλητικά όσο και υπό τις άλλες του ιδιότητες,
ζει υπερπροστατευμένος;
Οι επιπτώσεις της υπερπροστατευτικής στάσης των γονέων οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από ό,τι οι ίδιοι θα ήθελαν. Το παιδί αδυνατεί να αναπτύξει βασικές κινητικές δεξιότητες (μη, θα πέσεις), κοινωνικές δεξιότητες, καθώς κάποιος άλλος το “εκπροσωπεί” στις παρέες και τις διαλέγει ταυτόχρονα, αλλά και συναισθηματικά, ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης δύσκολων και επίπονων καταστάσεων.
Η υπερπροστατευτικότητα πρωτογενώς εξασφαλίζει υγεία και ακεραιότητα, δευτερογενώς ωστόσο και μακροπρόθεσμα οδηγεί σε ευαλωτότητα και αίσθηση ανικανότητας, ακόμη και για τις βασικές καθημερινές ασχολίες.
Στο περιβάλλον του αθλητισμού το παιδί μαθαίνει να του λύνουν τα προβλήματά του πριν καν ακόμη εμφανιστούν, να αποφεύγει δυσάρεστες καταστάσεις και συναισθήματα, να καθοδηγείται και να νιώθει ασφαλές, μέσα από την μόνιμη παρουσία των «άλλων». Οι «άλλοι» ωστόσο δεν είναι εφικτό να είναι πάντα εκεί, όπως στο πλαίσιο του αγώνα, όπου ο αθλητής θα «υποχρεωθεί» να αγωνιστεί μόνος του. “Προετοιμαζόμαστε όλοι μαζί, για να αγωνιστείς μόνος σου”. Ακούγεται και είναι άδικο για τον ίδιο το νεαρό αθλητή.
Όσο για την “ενδεδειγμένη” στάση των γονέων:
Οι δύο πόλοι περιλαμβάνουν από τη μία την υπερπροστατευτικότητα και από την άλλη την αδιαφορία.
Τοποθετώντας τη στάση τους στο ενδιάμεσο, η επίδραση στην μετέπειτα συμπεριφορά των παιδιών δεν θα είναι, τουλάχιστον, ακραία.
Τα παιδιά θα χρειαστεί να υποστηριχθούν για να αναπτυχθούν, να ρισκάρουν για να κερδίσουν, να προσπαθήσουν για να βιώσουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό. Να ενθαρρυνθούν για να δοκιμάσουν αυτό που μετέπειτα θα το αναζητήσουν ως “ανεξαρτησία”, όντες ταυτόχρονα και αυτόνομοι, τουλάχιστον συναισθηματικά.
Γιάννης Ζαρώτης,
Ψυχολόγος-Αθλητικός Ψυχολόγος