Στη χώρα μας φαίνεται να επικρατεί ένα συγκεκριμένο στυλ φιλάθλου: υποστηρίζει και ταυτίζεται με την ομάδα του πολύ περισσότερο από ότι υποστηρίζει και ταυτίζεται με την Εθνική ομάδα της χώρας. Μια αλλαγή στο παραπάνω μοτίβο συνέβη το καλοκαίρι του 2004 , όταν η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου που μέχρι τότε ήταν μάλλον παραμελημένη από το ευρύ κοινό, έγινε η «επίσημη αγαπημένη» όλων των Ελλήνων.
Η συλλογική αυτή αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού αντανακλά τη σημασία που έχει η υποστήριξη μιας ομάδας ή ενός ατόμου στην ατομική και συλλογική ψυχολογία μας. Γιατί ξαφνικά γίναμε ένθερμοι υποστηρικτές μιας ομάδας που δεν γνώριζαν πολλοί από εμάς και πόσο μπορεί να κρατήσει αυτή η σχέση λατρείας με το αντικείμενο θαυμασμού; Η ανάγκη του ατόμου να ανήκει, είναι βασική.
Η συμμετοχή μας σε ομάδες όχι απαραίτητα ενεργή συμμετοχή αλλά έμμεση – υποστηρίζοντας μια ομάδα, έχει εμφανή και άμεση επίδραση στην αυτο-εκτίμησή μας και στην εικόνα μας. Οταν υποστηρίζουμε επιτυχημένες ομάδες τότε αυτομάτως, μέσα από τον ψυχολογικό μηχανισμό της ταύτισης, αισθανόμαστε και οι ίδιοι επιτυχημένοι, και θέλουμε με κάθε τρόπο να δηλώνουμε και να επιδεικνύουμε τη σχέση μας με την επιτυχημένη ομάδα. Το επίτευγμα των άλλων, των μελών της ομάδας που υποστηρίζουμε , γίνεται και δικό μας επίτευγμα, ενώ νιώθουμε πως έχουμε ακόμη και μερίδιο στην επιτυχία. Η κοινωνική μας ταυτότητα ενισχύεται και η συλλογική μας αυτοεκτίμηση ανεβαίνει.
Το φαινόμενο της ταύτισης με την ομάδα αυτή, παύει να είναι θέμα ποδοσφαιρικό ή αθλητικό αλλά κυρίως ευρύτερα κοινωνικό και δηλωτικό της συλλογικής σκέψης και συμπεριφοράς ως λαός. Σε μια εποχή όπου η κοινωνία μας βιώνει δύσκολα τις εξελίξεις και τις αλλαγές, που οι Ελληνες δηλώνουν γενικώς απαισιόδοξοι, που ταλανίζονται από οικονομικά, επαγγελματικά, προσωπικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, η ανάγκη για άντληση δύναμης, αισιοδοξίας και αίσθημα υπέρβασης είναι επιτακτική.
Ο βαθμός ταύτισης ενός φιλάθλου με την ομάδα, μπορεί να εξηγήσει και τι συμβαίνει όταν έρχεται μια αποτυχία. Ο φίλαθλος που είναι στενά συνδεδεμένος με τον ομάδα του (αυτός που την υποστήριζε πάντα), δεν θα απομακρυνθεί, ούτε θα αρνηθεί τη σχέση του μαζί της αλλά θα προσπαθήσει να εξηγήσει μια αποτυχία, αποδίδοντάς την σε εξωτερικά αίτια (π.χ. τύχη, συγκυρίες, δύσκολη κλήρωση) και όχι κατηγορώντας την ομάδα, που αποτελεί το αντικείμενο της ταύτισης του (μέρος της ταυτότητας του). Οταν όμως, δεν είμαστε στενά δεμένοι με την ομάδα ? είμαστε οι οπαδοί της νίκης – τότε μετά την αποτυχία, συνήθως διακόπτουμε τη σχέση με την ομάδα παίρνοντας μια θέση κριτική και αποστασιοποιημένη. Χαρακτηριστική είναι η λεκτική αλλαγή σε περίπτωση νίκης και ήττας.
Μετά από νίκη συνήθως χρησιμοποιούμε Α’ πληθυντικό πρόσωπο «νικήσαμε» και μετά από ήττα, Γ’ πληθυντικό, «έχασαν». Πιθανό είναι να μην εμφανιστούν πολλοί φίλαθλοι στο γήπεδο στο επόμενο παιχνίδι, αλλά να εμφανιστούν και πάλι όταν η ομάδα αρχίσει να νικά ξανά. Αλλοι πάλι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την ομάδα, παρόλο που έγιναν οπαδοί της μετά την επιτυχία, γιατί απλά προσδοκούν πως θα γίνουν περήφανοι για εκείνη, ξανά.
Συνοψίζοντας, η παρούσα ανάλυση προσπαθεί να κάνει γνωστό το γεγονός ότι η συμπεριφορά του φιλάθλου ή οπαδού (η διαφορά είναι σαφής) όντας ανθρώπινη και μάλιστα κοινωνική συμπεριφορά, ερμηνεύεται με τη ψυχολογική και κοινωνιολογική γνώση. Η συμμετοχή σε ομάδες και η υποστήριξη ομάδων, κυρίως επιτυχημένων, συνδέεται με την αυτο-εκτίμησή μας. Υιοθετώντας την άποψη του Roger Brown, «υποστηρίζεις κάτι όταν βλέπεις πως η αυτο-εκτίμησή σου ενισχύεται και μειώνεται σύμφωνα με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του αντικειμένου θαυμασμού σου»