Το ραντεβού ήταν σταθερό. Κάθε Σάββατο στο προαύλιο του σχολείου. Εφτά παίκτες από τη μία και εφτά από την άλλη, όλοι παθιασμένοι με το ποδόσφαιρο. Εκεί που δινόταν ο αγώνας για μάθηση, εκεί διεξάγονταν τα μεγάλα παιχνίδια της εφηβικής ηλικίας. Σε αυτόν τον αγωνιστικό χώρο υπήρχαν δύο ιδιαιτερότητες. Η μία ήταν το τσιμέντο. Κανείς δεν ήθελε να πέσει κάτω. Η πτώση συνεπαγόταν τραυματισμό. Στραμπουλήγματα, βαθιά γδαρσίματα σε χέρια και γόνατα, ακόμη και σπασίματα είχαν καταγραφεί. Γι’ αυτό και τα τάκλιν απαγορεύονταν. Αν κάποιος το ξεχνούσε του το υπενθύμιζαν οι υπόλοιποι (κάπως αγριεμένα) και αν το έκανε ξανά έβγαινε εκτός αγώνα.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είχε να κάνει με την τοποθεσία του γηπέδου. Ο εξωτερικός χώρος του δημοτικού ήταν πολύ κοντά στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στην εθνική οδό. Όποιος έστελνε την μπάλα πάνω από την περίφραξη έπρεπε να πάει αμέσως να τη βρει.
Τα αυτοκίνητα σπάνια σταματούσαν και εύκολα μπορούσαν να την πατήσουν. Φυσικά υπήρχε ο κίνδυνος να προκληθεί ατύχημα και να καταλήξει κάποιος στο Παίδων! Πέρα απ’ αυτά ίσχυαν οι γνωστοί κανόνες του αθλήματος.
Α, υπήρχε και τρίτη σταθερά: Ο Μιχάλης έπαιζε στη θέση του τερματοφύλακα και ήταν αυτός που έφερνε την μπάλα. Όλα ήταν έτοιμα. Σε ένα λεπτό θα δινόταν το εναρκτήριο λάκτισμα.
Το παιχνίδι ξεκινά και αμέσως σταματά! Μια δεύτερη μπάλα είχε μπει στον αγωνιστικό χώρο. Πριν την πετάξουν έξω άκουσαν φωνές. Μια ομάδα δέκα ατόμων είχε σκαρφαλώσει τα κάγκελα και ετοιμαζόταν να μπει στο προαύλιο. Ο Μιχάλης γύρισε απορημένος.
Τα τελευταία χρόνια η παρέα του ήταν η μόνη που έπαιζε ποδόσφαιρο στον συγκεκριμένο χώρο. Τα πρόσωπα που έβλεπε δεν τα αναγνώριζε, δεν ήταν από τη γειτονιά. Απευθύνθηκε σε ένα απ’ αυτά. Παιδιά, δική σας είναι η μπάλα; Μόλις ξεκινήσαμε. Αν θέλετε περιμένετε να τελειώσουμε και μετά δικό σας το προαύλιο. Απάντηση δεν έλαβε, μόνο ένα σκληρό βλέμμα και μια αδιαφορία.
Οι εισβολείς ήταν ενήλικοι και κάλυπταν το ηλιακό πεδίο των 20-25 ετών. Ο Μιχάλης παρατήρησε πως όλοι ήταν ανήσυχοι, κάπου κοιτούσαν, κάτι έψαχναν, υπήρχε μια αδικαιολόγητη ένταση στα σώματα και τα πρόσωπά τους.
Ε, πιτσιρίκο… Μην κλωτσήσεις την μπάλα. Το γήπεδο είναι δικό μας. Πηγαίνετε αλλού.
Οι φίλοι του Μιχάλη κοιτάχτηκαν με απορία. Όλοι ένιωσαν την πρόκληση και τον κίνδυνο.
Οι τύποι είχαν έρθει για να τους διώξουν, έτσι, με τον τσαμπουκά, με τη βία.
Ο Νίκος, ο πιο ευέξαπτος της παρέας, είχε τρελαθεί με την υποτίμηση, τις εντολές και το υφάκι των «ιδιοκτητών». Τι λες ρε μάγκα… Κάνε μας τη χάρη. Παίζουμε τόσα χρόνια εδώ και θα έρθεις εσύ να μας διώξεις. Άντε και γα@#σου!
Η αφορμή είχε δοθεί. Το ποδόσφαιρο αντικαταστάθηκε με ξύλο του δρόμου. Ο χρόνος άλλαξε ταχύτητα και ο χώρος έγινε ένα απροσδιόριστο παρόν. Πέντε λεπτά κράτησε η σύγκρουση. Οι εισβολείς ήταν αποφασισμένοι για όλα, όμως ένα περιπολικό που περνούσε κατά τύχη έσωσε την παρέα του Μιχάλη. Οι δήθεν ποδοσφαιρόφιλοι έτρεξαν και βγήκαν από την άλλη μεριά του σχολείου. Τα υπόλοιπα έγιναν σκόρπιες αναμνήσεις.
Αίματα, σκισμένες μπλούζες, μια σκασμένη και παρατημένη μπάλα (της συμμορίας), αντικείμενα που κλάπηκαν και οι ερωτήσεις των αστυνομικών. Όλοι απάντησαν άμεσα, απλά, ξεκάθαρα.
Ο Μιχάλης, όμως, ήθελε να τονίσει στους αστυνομικούς ότι τρόμαξε από το σκληρό τους βλέμμα. Ήθελε να καταγραφεί επίσημα, να μάθουν οι αρχές ότι κυκλοφορούσαν νέοι άνθρωποι γεμάτοι μίσος και μαυρίλα στην ψυχή τους. Ο Μιχάλης γύρισε σπίτι του, αφηγήθηκε στους γονείς του τι έγινε και στην ερώτηση του πατέρα του –σου έκλεψαν και την μπάλα;– απάντησε όχι, κατάφερα και την έσωσα, αλλά όταν βγήκα από το σχολείο σκόνταψα και αυτή πήγε στον δρόμο. Δεν πρόλαβα το φορτηγό και… Τα παιχνίδια στο προαύλιο συνεχίστηκαν.
Τώρα, όμως, η παρέα του Μιχάλη είχε αποκτήσει κι αυτή σκληρό βλέμμα.