Τσε Γκεβάρα: Αγαπούσε το ποδόσφαιρο

-

Μερικοί ποδοσφαιριστές, όχι οι χειρότεροι ούτε οι πιο σεμνοί, αγαπούν τον Τσε Γκεβάρα –ή τέλος πάντως τον βρίσκουν διακοσμητικό ως τατουάζ –, όπως τον αγαπούν κι οι φίλαθλοι, στο Λιβόρνο, τη Μασσαλία και σε πολλά άλλα γήπεδα του κόσμου, αλλά κι ο Τσε, χωρίς αμφιβολία, αγαπούσε το ποδόσφαιρο.

 

Γιατί η Κούβα, μια χώρα τόσο δυνατή στα σπορ –ο Φιντέλ είχε δηλώσει πως ο αθλητισμός είναι μια από τις δραστηριότητες που εκφράζουν καλύτερα την επανάσταση– έχει τόσο χάλια ποδόσφαιρο; Το 1938, υπήρξε η πρώτη χώρα της Κεντρικής Αμερικής που έπαιξε σε τελικά Παγκόσμιου Πρωταθλήματος (αποχώρησαν όλες οι άλλες από τα προκριματικά) και μάλιστα πέρασε και στον δεύτερο γύρο αποκλείοντας τη Ρουμανία. Και μετά σιωπή. Οι Κουβανοί δεν δήλωσαν καν συμμετοχή το 1954, το 1958, το 1962, το 1970, το 1974, κι όταν δήλωναν δεν το παίρναμε είδηση. Έχουν, βέβαια, μεσολαβήσει καμιά εικοσαριά περιστατικά ποδοσφαιριστών που έβρισκαν ευκαιρία να αυτομολήσουν όταν βρίσκονταν σε διεθνή τουρνουά, ειδικά από τη δεκαετία του 1990, αλλά οι λόγοι είναι βαθύτεροι.

Η Κούβα δεν αγαπάει το ποδόσφαιρο: «Βαριέμαι φριχτά. Κανένας εδώ δεν παίζει ράγκμπι ή ποδόσφαιρο και σιχαίνομαι το μπέιζμπολ», έγραφε στη μητέρα του ένας βαριεστημένος νεαρός υπουργός Βιομηχανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Τσε βρισκόταν στην Αβάνα αλλά παρέμενε Αργεντίνος: είχε επιφορτίσει έναν από τους συνεργάτες του να τον ενημερώνει για τα αθλητικά νέα της χώρας του.

Ο Ερνεστίνο Γκεβάρα Λιντς ντε λα Σέρνα οργανώνει με τα παιδιά της γειτονιάς ένα ματς Άθεοι-Χριστιανοί –παίζει με τους Άθεους κι είναι μόλις 10 χρονών. Στα 11 απαγγέλει με περηφάνια τις συνθέσεις των μεγάλων ομάδων της Αργεντινής σε έναν φίλο του πατέρα του που τους προκάλεσε, αυτόν και τον μικρό του αδερφό: «Στοίχημα ότι δεν ξέρετε ούτε έναν παίκτη της Μπόκα». Όταν όλοι οι φίλοι του, στην επαρχία της Κόρδοβα, υποστήριζαν τις μεγάλες ομάδες της πρωτεύουσας, ο νεαρός χίπστερ Ερνέστο αποφασίζει ότι αυτός θα διαφέρει, θα υποστηρίζει μια ομάδα της πόλης όπου γεννήθηκε –«Είμαι από το Ροσάριο, είμαι Ροσάριο Σεντράλ». Φανταζόμαστε ότι κανείς δεν τον αντιρωτούσε «Κι από μεγάλες ομάδες, τι είσαι;», γιατί ο Ερνέστο, παρατσούκλι «fuser (=μαινόμενος Σέρνα)», ήταν και τσατίλας. Ακόμη κι όταν ένας παίκτης που λάτρευε, ο Ενρίκε «Τσουέκο» Γκαρσία, ο «Αριστεροπόδαρος Ποιητής», πήγε στη Ρασίγκ, δεν κλονίστηκε: «Θα είμαι Σεντράλ μέχρι να πεθάνω». Άλλο μεγάλο του είδωλο: ο θρυλικός επιθετικός «Τορίτο» Αγκίρε. Ο Τορίτο, το 1949, στο κλάσικο του Ροσάριο, ντρίπλαρε τη μισή ομάδα, σκόραρε και πήγε και κατέβασε το σορτσάκι του μπροστά στους οπαδούς των Ολντ Μπόιζ –λέγεται, μάλιστα, πως το έκανε μπροστά σε συγκεκριμένο σημείο της κερκίδας όπου βρίσκονταν μόνο γυναίκες.

Αθλητικός αν και ασθματικός, ο Γκεβάρα ήταν πολύ καλός στο ράγκμπι –αναμφισβήτητα το αγαπημένο του σπορ– έπαιζε και τένις, γκολφ, σκάκι ως παιδί καλής οικογένειας, και ποδόσφαιρο ως μελλοντικός επαναστάτης –η νταντά του τον θυμάται να παίρνει από την ντουλάπα του σπιτιού ένα από τα παντελόνια του: «Ενός φίλου μου του τρύπησε, δεν έχει να πάρει καινούριο και δεν μπορεί να παίξουμε μπάλα. Και τι λογική είναι αυτή, εγώ να έχω δέκα παντελόνια κι αυτός ένα;».

Έπαιζε τερματοφύλακας, ίσως γιατί η πάθησή του τού το επέβαλλε, ίσως γιατί από κει μπορούσε να παρατηρεί με την άνεσή του την ανάπτυξη της ομάδας και να βάζει τις φωνές στους συμπαίκτες του. Είχε πάντα κοντά του την ειδική συσκευή εισπνοών, την οποία καμιά φορά χρησιμοποιούσε όπως ορισμένοι το τσιγάρο: «Έπαιρνα εισπνοές για να μη βρίσω τους αμυντικούς μου που με κρέμασαν». Ήταν καλύτερος στο παιχνίδι με τα χέρια –είπαμε, έπαιζε ράγκμπι–, δυνατός, πάντα παθιασμένος για τη νίκη.

Οι ποδοσφαιρικές του περιπέτειες στη διάρκεια του περίφημου ταξιδιού με τη μοτοσικλέτα (και με πολλά άλλα μεταφορικά μέσα) στη Νότια Αμερική, παρέα με τον Αλμπέρτο Γρανάδο, είναι πιο γνωστές. Στα ερείπια ενός ναού των Ίνκας, στις όχθες του Αμαζονίου ή σε ένα λεπροκομείο στο Σαν Πάμπλο –ματς Υγιείς-Άρρωστοι, ο Ερνέστο με τους άρρωστους, περιστατικό που θυμόμαστε κι από την ταινία «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας»–, παίζουν μπάλα με τους ντόπιους, διηγούνται τα (κυριολεκτικά) φανταστικά τους κατορθώματα, για παράδειγμα ότι έπαιζαν μπάλα σε επαγγελματικές ομάδες στην Αργεντινή, και συχνά εντυπωσιάζουν τόσο με τις πραγματικές τους ποδοσφαιρικές ικανότητες που τους ζητούν να κάτσουν μέχρι τον αγώνα της Κυριακής, με αντάλλαγμα τροφή, στέγη και μεταφορά.

 

Ο 30χρονος Γρανάδο, παρατσούκλι Πεδερνερίτα, λόγω κάποιας ομοιότητας με τον σταρ της Ρίβερ Αδόλφο Πεδερνέρο, παίζει μέσος, ο 23χρονος Γκεβάρα τερματοφύλακας. Στην πόλη Λετίσια, στην Κολομβιανή Αμαζονία, όπου φτάνουν με την περίφημη σχεδία «Μάμπο-Τάνγκο», αναλαμβάνουν ρόλο προπονητή-παίκτη μια ομάδας ονόματι Ιντεπεντιέντε (οι κανονικοί παίκτες ήταν ακόμη χειρότεροι) περιμένοντας το επόμενο αεροπλάνο για την Μπογκοτά. Στο τοπικό ντέρμπι ο Ερνέστο αποκρούει ένα πέναλτι «που έμεινε στα χρονικά της ομάδας», όπως τουλάχιστον έγραψε ο ίδιος. Στο τέλος του αγώνα, κι ενώ παιανίζει ο εθνικός ύμνος της Κολομβίας, σκύβει να καθαρίσει το ματωμένο γόνατό του, προσβολή που προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση ενός παρευρισκόμενου συνταγματάρχη. Αλλά δεν ήταν ώρα για τσαμπουκάδες, προείχε η μετάβαση στην Μπογκοτά.

«Αύριο θα δούμε Μιγιονάριος-Ρεάλ Μαδρίτης, από τις πιο φτηνές θέσεις, οι ποδοσφαιριστές συμπατριώτες μας είναι πιο δύσκολοι κι από υπουργό όταν τους κάνεις τράκα»: ακόμη ένα γράμμα στη Σέλια Γκεβάρα, αρχές Ιουλίου του 1952. Οι δυο φίλοι περνούν τα πρωινά τους στην Μπογκοτά προσπαθώντας να βγάλουν βίζα για τη Βενεζουέλα αλλά δεν παραλείπουν να παίζουν ή να βλέπουν ποδόσφαιρο. Η Ρεάλ Μαδρίτης βρίσκεται στην πόλη για φιλικά και παράλληλα ρίχνει ματιές στους πολλούς Αργεντίνους ποδοσφαιριστές που παίζουν στην Κολομβία, ειδικά στη φοβερή ομάδα των Μιγιονάριος. Ποιος είναι άραγε ο σφιχτοχέρης συμπατριώτης τους; Ο Ντι Στέφανο ή ο μελλοντικός του συμπαίκτης στη Ρεάλ Έκτορ Ριάλ; Ο Ντι Στέφανο θυμάται ότι ο Ριάλ τον ξύπνησε αξημέρωτα για να του γνωρίσει έναν Ερνέστο Γκεβάρα, με τον οποίον είχαν κάνει μαζί φαντάροι. Τα επόμενα χρόνια, οι δυο σπουδαίοι συμπατριώτες θα καταπλήξουν τον κόσμο. Ο Ντι Στέφανο (νόμιζε πως) θυμόταν ότι ξανασυναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο, στη Νέα Υόρκη, όπου ο ίδιος βρισκόταν για ένα φιλικό με τη Ρεάλ, κι ότι συζήτησαν τότε για για μπάλα και για πολιτική. Ο Τσε, βέβαια, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβρη του 1964, όταν έδωσε μια ιστορική ομιλία στον Ο.Η.Ε. Ο Ντι Στέφανο είχε ήδη φύγει κακήν-κακώς από τη Ρεάλ, αλλά η μνήμη παίζει παιχνίδια στις γηραιούς θρύλους του ποδοσφαίρου. Ο Γρανάδο σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι συναντήθηκαν με τον Ντι Στέφανο στις 8 Ιουλίου 1952, ήπιαν ματέ, συζήτησαν «για μπάλα, ιατρική και τα βουνά της Κόρδοβα» και κονόμησαν εισιτήρια για ακόμη ένα ματς. Σχολιάζει επίσης τους αγώνες: «Πολύ καλό ματς, σίγουρα στη λίστα των αγαπημένων μου. Η ομορφιά του λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου αντιμετώπιζε τη δύναμη και τη τεχνική του ευρωπαϊκού, που δεν εντυπωσιάζει με την ομορφιά του αλλά με την αποτελεσματικότητά του. Ο Ντι Στέφανο, ασύγκριτος».

Οι δρόμοι του Γρανάδο και του Γκεβάρα θα χωρίσουν λίγο μετά. Στο μέλλον, όταν ο Γκεβάρα θα έχει γίνει Τσε, θα ξαναπαίζουν όποτε μπορούν ένα πικάδο, ένα από τα αυτοσχέδια ματς που συνηθίζουν οι Αργεντίνοι. Το 1963, στο Σαντιάγο της Κούβας, στη διάρκεια ενός τέτοιου πικάδο με τον Γρανάδο, ο Τσε, πανίσχυρος και λαοφιλής υπουργός βιομηχανίας, θα πέσει με εντυπωσιακή αυτοθυσία στα πόδια του Ισπανού Αρίας, του ισχυρότερου ποδοσφαιριστή που βρισκόταν στο νησί, και θα σώσει την ομάδα του ακόμη μια φορά. Από αυτήν τη συνάντηση μας έρχεται και μια από τις δυο ποδοσφαιρικές φωτογραφίες του Τσε, παρέα με τον χαμογελαστό Γρανάδο. Η άλλη τραβήχτηκε την ίδια χρονιά, στην υποδοχή μιας βραζιλιάνικης άσημης ομάδας, της Μαντουρέιρα, που περιόδευε στον κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 –βρέθηκε ακόμη και στην κομμουνιστική Κίνα, δεκατέσσερα χρόνια πριν τη Γουέστ Μπρομ. Οι Βραζιλιάνοι έδωσαν πέντε φιλικά ματς (πέντε νίκες) στην Κούβα. Ο Τσε παρακολούθησε ένα από αυτά, και, με τη γνωστή χακί στολή και το χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, χαιρέτησε έναν προς έναν τους Βραζιλιάνους παίκτες.

Share this article

Recent posts

Google search engine

Popular categories