Δεν χρειάζεται να είσαι φίλαθλος της ΑΕΚ για να χαμογελάσεις τουλάχιστον ειρωνικά βλέποντας τη νέα, τρίτη εμφάνιση της ομάδας, σ’ αυτή την εκτυφλωτική ροζ απόχρωση. Χρειάζεται απλώς να είσαι πάνω από 30.
Γράφει ο Γιάννης Τσαούσης
Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές ομάδες άργησαν να μπουν στη λογική των φλούο εμφανίσεων. Κράτησαν χαρακτήρα για αρκετό καιρό, αυτό πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε. Αλλά από τη στιγμή που έγινε η αρχή, του έχουν δώσει να καταλάβει. Ροζ, πορτοκαλί, μωβ, λαχανί και ων ουκ έστιν αριθμός άλλες αποχρώσεις, απ’ αυτές που μόνο οι κυρίες αναγνωρίζουν και ονοματίζουν την ίδια ώρα που οι άντρες τους παθαίνουν εγκεφαλικό.
«Βεραμάν με λίγο τζιτζικί», λέει για παράδειγμα η λεγάμενη. «Το πράσινο εννοείς;» λέει ο κύριος και η κουβέντα τελείωνει κάπου εκεί. Δεν είναι θέμα αδυναμίας του εγκεφάλου να επεξεργαστεί οτιδήποτε άλλο πέρα από τα βασικά χρώματα, ούτε θέμα μπρουταλοσύνης και αντρίλας. Είναι θέμα αισθητικής και ποδοσφαιρικής παράδοσης -κι αυτό είναι κάτι που οι μεγαλύτεροι το μετράνε σοβαρά, ενώ οι μικρότεροι το αγνοούν.
Οι φλούο εμφανίσεις (με μεγάλο γκανιάν τη ροζ), οι συνεργασίες με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες για να προσθέσουν ένα «touch» σε μία φανέλα και το ανελέητο promo των πιο «ασυνήθιστων» χρωμάτων είναι μία από τις μεγάλες αλλαγές που έχουν γίνει στο ποδόσφαιρο την τελευταία 15ετία. Αφ’ ης στιγμής δηλαδή το άθλημα πιστοποίησε με αριθμούς ότι έχει τη δυναμική να γίνει το νο1 εμπορικό brand παγκοσμίως, πρόεδροι, επενδυτές και διαφημιστικά τμήματα εταιριών έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, με θεωρητικό σκοπό να «το εκσυγχρονίσουν» και πρακτικό στόχο να πολλαπλασιάσουν τους πελάτες τους και -κυρίως- να κάνουν γυναίκες και παιδιά (κοινό που, παραδοσιακά, δεν ήταν ποτέ σταθεροί πελάτες) να ανοίξουν το πορτοφόλι τους για να αγοράσουν κάτι που να σχετίζεται με την μπάλα.
Πώς θα γινόταν αυτό εφικτό; Με τις γυναικείες-παιδικές κερκίδες ή μήπως με ένα παιδικό γιαούρτι δώρο με κάθε διαρκείας; Ένας τρόπος υπήρχε κι αυτός εφαρμόστηκε: Να προβληθούν οι ποδοσφαιριστές ως fashion icons, να συνδεθούν (διαφημιστικά) με προϊοντα τα οποία δεν «άγγιζαν» στο παρελθόν (λ.χ. κρέμες ξυρίσματος κ.ο.κ.) και φυσικά να εισαχθούν στην ποδοσφαιρική εικόνα χρώματα που θα κέντριζαν το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου target group. Έγινε. Και επειδή στο κόλπο μπήκαν και οι εταιρίες αθλητικής υπόδησης, δεν πέτυχε απλώς. Σάρωσε.
Κάπως έτσι φτάσαμε από τα νέτα-σκέτα ασπρόμαυρα ποδοσφαιρικά εξάταπα των ‘80s στα παπούτσια-ουράνιο τόξο του σήμερα (που πλέον εξελίσσονται -όπως έχουμε ήδη δει- σε ημίμποτα, κακέκτυπα των μπασκετικών). Κάπως έτσι φτάσαμε από τα κλασικά χρώματα στις φανέλες στην έξαρση της εξαλοσσύνης. «Για τις γυναίκες, τους πιτσιρικάδες και όλους τους αλτερνο-χιπστεράδες οπαδούς μας. Θα κάνουν τρελό γκελ, θα πουλήσουμε με τη σέσουλα», είναι το μάντρα των επικεφαλής του εμπορικού των ομάδων (που κι αυτοί με τη σειρά τους ακολουθούνε, εννοείται, ως ένα βαθμό τις επιταγές των εταιριών που τις ντύνουν).
Κι αν η μάστιγα αυτή (που έχει πάρει πλέον διαστάσεις επιδημίας) δεν λέει τίποτα στους μικρότερους, που πιθανότατα τη βρίσκουν από λογική έως και χαριτωμένη, για τους μεγαλύτερους κάθε εμφάνιση ροζ (ή φλούο) φανέλας είναι ένα ακόμα στρίψιμο του μαχαιριού στη χαίνουσα πληγή της ποδοσφαιρικής καρδιάς τους. Η μπάλα δεν είναι ντεφιλέ μόδας, ούτε catwalk, λένε από μέσα τους «αλλά με κάτι τέτοια φτάσαμε να συζητάμε αν “υπήρχε επαφή” και το ξεφτιλίσαμε το άθλημα». Άδικο έχουν;