Τα μεγαλύτερα αστέρια που σταμάτησαν νωρίς το ποδόσφαιρο

312
AdTech AdΗ είδηση ότι ο Μάριο Γκέτσε πάσχει από μία μορφή μυοπάθειας και πιθανότατα θα αναγκαστεί να ολοκληρώσει την καριέρα του μόλις στα 24 έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Ο πρωταθλητής κόσμου με την εθνική Γερμανίας, ο άνθρωπος που σημείωσε το γκολ του τελικού προ δύο ετών και έμοιαζε έτοιμος να πάρει μία θέση στην ελίτ μέσω της Μπάγερν, δεν σταμάτησε ποτέ να ταλαιπωρείται από τραυματισμούς που τον έφερναν διαρκώς πίσω και ούτε η επιστροφή στην Ντόρτμουντ του επέτρεψε να πάρει ξανά τα πάνω του.

Σε περίπτωση που όντως ο διεθνής μεσοεπιθετικός εγκαταλείψει τη δράση πρόωρα, θα προστεθεί σε μία λίστα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου με αρκετές αντίστοιχες περιπτώσεις. Ποδοσφαιριστές με μεγάλο ταλέντο, που έκαναν αξιοσημείωτη καριέρα, αλλά δεν είχαν την ευκαιρία να την ολοκληρώσουν, συνήθως λόγω προβλήματα τραυματισμών, άλλες φορές λόγω δικής τους απόφασης. Άλλοι πρόλαβαν να “σκαρφαλώσουν” στην κορυφή, όπως ο Μάρκο φαν Μπάστεν, ο Τοστάο και ο Ζιστ Φοντέν, άλλοι έμειναν με το “αν” όπως ο Νόρμαν Γουάιτσαϊντ και ο Ζεμπάστιαν Ντάισλερ.

Το Sport24.gr ξεχώρισε δέκα από αυτές τις περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που η μοίρα δεν στάθηκε στο πλευρό τους και τους ανάγκασε να κρεμάσουν τα “παπούτσια” τους προτού καν κλείσουν τα 30.

Ζεμπάστιαν Ντάισλερ (27)

Μαζί με τον Μίχαελ Μπάλακ, ήταν τα δύο ταλέντα που θα οδηγούσαν τη Γερμανία στη νέα χιλιετία, στη νέα εποχή. Αμφότεροι εκπληκτικοί μέσοι, με επιθετική ροπή, αλλά μόνο ένας τα κατάφερε. Ο Ντάισλερ άρχισε την καριέρα του σε μία ιστορική ομάδα σε κάμψη, την Γκλάντμπαχ, μεταπήδησε στη Χέρτα και ετοιμαζόταν να αγωνιστεί στο Champions League, όταν το 1999, σε ηλικία 19 ετών, υπέστη ρήξη χιαστών. Τον Οκτώβριο του 2001 υπέστη ρήξη αρθρικής μεμβράνης κι έχασε το υπόλοιπο της σεζόν, μαζί και το Μουντιάλ 2002 που βρήκε τη “νάτσιοναλμανσαφτ” να φτάνει στον τελικό. Συμφώνησε, όμως, με την Μπάγερν, αλλά δεν άρχισε τη σεζόν μαζί με τους συμπαίκτες του, αφού είχε τραυματιστεί ξανά στο γόνατο από τον Μάιο και υποβλήθηκε σε εγχείρηση. Η υψηλή πίεση στο Μόναχο τον οδήγησε κατευθείαν στον γκρεμό της κατάθλιψης. Βρέθηκε σε κλινική, επέστρεψε, υποτροπίασε. Πέντε σεζόν στο Μόναχο με περιφερειακό ρόλο, απουσία και από το Μουντιάλ του 2006 λόγω προβλήματος στην αρθρική μεμβράνη και στις 16 Ιανουαρίου 2007 ανακοίνωσε ότι “δεν είμαι φτιαγμένος για το ποδόσφαιρο”, λύνοντας το συμβόλαιό του στα 27 και με ένα τεράστιο “αν” να πλανιέται πάνω από την αύρα του.

Ζιστ Φοντέν (27)

Πρόκειται για μία βέβαιη ερώτηση trivia σε κάθε αθλητικό παιχνίδι, αφού έχει τα περισσότερα γκολ σε ένα Μουντιάλ. Ο γεννημένος στο Μαρακές του Μαρόκου από Γάλλο πατέρα και Ισπανίδα μητέρα επιθετικός μόνο τυχαία δεν σημείωσε 13 γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 (τέσσερα κόντρα στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Δυτική Γερμανία), αφού επρόκειτο για έναν δεινό σκόρερ, έναν από τους βασικούς λόγους που η Ρεμς έφτασε δύο φορές στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1956, 1959) και κατέκτησε τρία πρωταθλήματα από το 1958 μέχρι το 1962. Στις 20 Μαρτίου 1960, σε έναν αγώνα κόντρα στη Σοσό, ο Σεκού Τουρέ έσπασε το αριστερό πόδι του Φοντέν, σε ένα μαρκάρισμα που αρκετοί θεώρησαν ότι ήταν εσκεμμένο. Την Πρωτοχρονιά του 1961, υπέστη νέο κάταγμα στο αριστερό πόδι σε αγώνα με τη Λιμόζ, με συνέπεια να αντέξει ακόμη έναν χρόνο και τον Ιούλιο του 1962 να πει “αντίο” στους αγωνιστικούς χώρους σε ηλικία 29 ετών, έχοντας 259 γκολ σε 283 διασυλλογικές εμφανίσεις και 30 γκολ σε 21 αγώνες με την εθνική Γαλλίας.

Μάριο ντε Κάστρο (26)

Αποτελεί τον ποδοσφαιριστή με τον καλύτερο μέσο όρο γκολ ανά αγώνα στην ιστορία του αθλήματος. Σε 100 αγώνες σκόραρε 195 φορές με τη φανέλα της Ατλέτικο Μινέιρο, την οποία οδήγησε σε τρία τοπικά πρωταθλήματα, σπάζοντας την κυριαρχία της Αμέρικα Μινέιρο. Αν και αγωνίστηκε σχετικά μεγάλος, σε ηλικία 20 ετών, όταν μετακόμισε στο Μπέλο Οριζόντε για τις σπουδές του στην ιατρική, γρήγορα εξελίχθηκε στον πιο δεινό σκόρερ της Βραζιλίας, έχοντας στο πλευρό του τους Ζάιρο και Σαΐντ. Η “Ανίερη Τριπλέτα” της Ατλέτικο σημείωσε συνολικά πάνω από 450 γκολ για τον σύλλογο και η φήμη της θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη, εάν ο Μάριο ντε Κάστρο δεν ήταν τόσο πεισματάρης, ώστε να αρνηθεί κλήση στην εθνική Βραζιλίας που θα συμμετείχε στο πρώτο Μουντιάλ, το 1930 στην Ουρουγουάη. Αιτία; Ότι προοριζόταν για αναπληρωματικός του Καρβάλιο Λέιτε της Μποταφόγκο, με συνέπεια να μην σπάσει ο άξονας Σάο Πάουλο – Ρίο ντε Ζανέιρο για πρώτη φορά στη “σελεσάο”. Έναν χρόνο αργότερα, στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν, η Ατλέτικο χρειαζόταν νίκη επί της Βίλα Νόβα για να κατακτήσει το Μινεϊράο, αλλά βρέθηκε να χάνει με 3-0 στο ημίχρονο. Στο 2ο μέρος, ο Κάστρο σημείωσε καρέ, έδωσε απρόσμενη νίκη στην ομάδα του και συνάμα το τρόπαιο, αλλά στους πανηγυρισμούς, ένας εκ των διοικούντων του συλλόγου πυροβόλησε και σκότωσε έναν φίλαθλο της Βίλα Νόβα. Ο Κάστρο απηύδησε, δεν θέλησε να αγωνιστεί ξανά για την ομάδα, αποχώρησε από τη δράση μόλις στα 26 του (αν και το 1941 έδωσε ένα αποχαιρετιστήριο παιχνίδι, όπου σκόραρε) και αφοσιώθηκε για τα επόμενα 22 χρόνια στην ιατρική.

Μάρκο φαν Μπάστεν (29)

Αδιαμφισβήτητα το μεγαλύτερο όνομα της λίστας, ένας ποδοσφαιριστής που θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για τον άτυπο τίτλο του κορυφαίου σέντερ φορ στην ιστορία του αθλήματος. Και που πιθανόν να τον κατακτούσε, εάν δεν αντιμετώπιζε αυτά τα προβλήματα στον αστράγαλο, που τον συνόδευαν σε όλη την πορεία του στη Μίλαν και που στο τέλος τον ανάγκασαν να αγωνιστεί για τελευταία φορά πριν συμπληρώσει τα 30, έστω κι αν αποσύρθηκε επίσημα από την ενεργό δράση δύο χρόνια μετά. Τα 152 τέρματα σε 172 εμφανίσεις οδήγησαν τον νέο ιδιοκτήτη των “ροσονέρι”, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, να βασίσει την πρώτη περίοδό του στον σύλλογο στον ψηλόλιγνο Ολλανδό, με τη δύναμη αλλά και την απαράμιλλη τεχνική. Στην πρώτη σεζόν στο Σαν Σίρο, όμως, ο Φαν Μπάστεν κατάφερε να αγωνιστεί μόλις 19 φορές (8 γκολ) σε όλες τις διοργανώσεις, λόγω του αστραγάλου. Το καλοκαίρι του 1988 τον βρήκε στα “ουράνια” με το ιδιοφυές γκολ στον τελικό του Euro και τον μοναδικό τίτλο της εθνικής Ολλανδίας. Ακολούθησαν τα δύο σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών με τους “ροσονέρι”, ομαδικοί και προσωπικοί τίτλοι, αλλά και σεζόν με προβλήματα στον αστράγαλο, που κορυφώθηκαν (μαζί με ενοχλήσεις στο γόνατο) το 1992. Η τρίτη “Χρυσή Μπάλα” που κατέκτησε εκείνο το έτος ήταν και η τελευταία ευχάριστη στιγμή. Από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1992 επέστρεψε τον Απρίλιο του 1993 μόνο για τρεις αγώνες πρωταθλήματος και τον τελικό Champions League όπου η Μίλαν ηττήθηκε από τη Μαρσέιγ. Αυτό ήταν και το τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του, η οποία ολοκληρώθηκε τυπικά το καλοκαίρι του 1995.

Ντίτμαρ Γιάκομπς (29)

Πανηγύρισε το τελευταίο σημαντικό τρόπαιο ενός από τους πιο ιστορικούς και μεγάλους συλλόγους της Γερμανίας, το κύπελλο του 1987. Έζησε ως πρωταγωνιστής τη μεγαλύτερη στιγμή της ομάδας, την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1983 στην Αθήνα. Ο Ντίτμαρ Γιάκομπς θεωρήθηκε διάδοχος του Φραντς Μπέκενμπαουερ στο γερμανικό ποδόσφαιρο λόγω του στιλ παιχνιδιού και της θέσης, έστω κι αν δεν έφτανε στο επίπεδο του “Κάιζερ”. Ήταν παρών σχεδόν σε όλη τη χρυσή δεκαετία του Αμβούργου (πανηγύρισε και δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και τρεις δεύτερες θέσεις πλην του ευρωπαϊκού), μέχρι το ατύχημα που καταδίκασε την καριέρα του. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1989, σε αγώνα κόντρα στη Βέρντερ, όταν ο Γιάκομπς έκανε ένα τάκλιν για να διώξει την μπάλα πάνω από τη γραμμή της εστίας του. Τα κατάφερε, αλλά καθώς γλιστρούσε από το τάκλιν, η πλάτη του τρυπήθηκε από τους γάντζους που κρατούσαν στο έδαφος το πίσω μέρος των διχτυών, αφού εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε ο κανονισμός που επιβάλλει να τοποθετούνται μέσα στη γη. Ο 26χρονος Γερμανός αναγκάστηκε να περιμένει για 20 λεπτά ανάσκελα στο έδαφος, ώστε ο γιατρός να κόψει τους γάντζους με νυστέρι και μαζί και ορισμένα νεύρα στην πλάτη του. Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί να συνεχίσει την καριέρα του, αλλά να θεωρεί εαυτόν τυχερό, αφού θα μπορούσε να είχε γαντζωθεί λίγα εκατοστά πιο μακριά, στη σπονδυλική στήλη.

Νόρμαν Γουάιτσαϊντ (26)

Αποτελεί τον νεαρότερο ποδοσφαιριστή που έχει αγωνιστεί σε Παγκόσμιο Κύπελλο, τον νεαρότερο παίκτη που έχει σκοράρει σε τελικό Κυπέλλου Αγγλίας, τον νεαρότερο παίκτη που έχει σκοράρει σε τελικό League Cup Αγγλίας, τον νεαρότερο επαγγελματία σκόρερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο Ιρλανδός Νόρμαν Γουάιτσαϊντ, όμως, δεν είχε την ευκαιρία να κάνει πολλά περισσότερα πλην εκείνων των ρεκόρ, σε μία σύντομη καριέρα από τα 17 μέχρι τα 26, που περιελάμβανε δύο κύπελλα. Ο σκάουτ που πήγε στους “κόκκινους διαβόλους” τους Τζορτζ Μπεστ και Σάμι Μακιλρόι τον εντόπισε και εν τέλει κατέληξε στο “Ολντ Τράφορντ”. Από τα 15 του άρχισε με προβλήματα στη μέση, που μείωσαν την ταχύτητά του. Στα 16 του υποβλήθηκε σε εγχείρηση στο δεξί γόνατο και μετά από επτά μήνες απραξίας, υποβλήθηκε και σε αφαίρεση χόνδρου. Έμαθε να παίζει με αυτά τα προβλήματα και μέχρι τα 22 του πραγματοποίησε σπουδαίες εμφανίσεις και πέτυχε σημαντικά γκολ, αγωνίστηκε σε δεύτερο Μουντιάλ μόλις στα 21 του. Μία ρήξη αχιλλείου τένοντα τον έθεσε νοκ άουτ για έναν χρόνο κι όταν επέστρεψε, ο Άλεξ Φέργκιουσον τον είχε ξεγράψει. Πήρε μεταγραφή στην Έβερτον, αλλά χτύπησε ξανά στο δεξί γόνατο και τον Ιούνιο του 1991, σε ηλικία 26 ετών, σταμάτησε το ποδόσφαιρο.

 

Ούλι Χένες (27)

Ο “κύριος Μπάγερν” επέστρεψε τον Νοέμβριο στον προεδρικό θώκο του συλλόγου σχεδόν παμψηφεί, έχοντας αποφυλακιστεί νωρίτερα για φοροδιαφυγή δεκάδων εκατομμυρίων, ενώ κατείχε το ίδιο πόσο. Η πρώτη επαφή του με τον βαυαρικό σύλλογο έγινε το 1970, όταν τον αγόρασε σε ηλικία 18 ετών από την Ουλμ. Αγωνίστηκε άμεσα βασικός στη θέση του αριστερού επιθετικού και δίπλα στην… Αγία Τριάδα των Ζεπ Μάιερ, Φραντς Μπέκενμπαουερ και Γκερντ Μίλερ, που είχαν αρχίσει να “γιγαντώνουν” τον σύλλογο εντός των συνόρων. Με τη βοήθεια του Χένες, τα κατάφεραν κι εκτός, με τα τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών από το 1974 μέχρι το 1976, ενώ στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης (1972) και κόσμου (1974) με την εθνική Γερμανίας (φιναλίστ στο Euro 1976). Στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών κόντρα στη Λιντς το 1976 τραυματίστηκε σοβαρά στο γόνατο και δεν κατάφερε να επανέλθει ποτέ. Ούτε ένας δανεισμός στην πατρίδα του, τη Νυρεμβέργη, κατάφερε να σώσει την καριέρα του και στο τέλος του 1978 ανακοίνωσε την αποχώρησή του και την είσοδό του στο οργανόγραμμα της Μπάγερν (κι ενώ τη θέση του στην επίθεση πήρε με επιτυχία ο αδερφός του, Ντίτερ Χένες), από το οποίο δεν βγήκε ποτέ μέχρι τη φυλάκισή του το 2015.

 

Τόμας Μπρολίν (28)

Αποτέλεσε ένα από τα αστέρια του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1994, κατακτώντας την τρίτη θέση με την εθνική Σουηδίας. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε φτάσει μέχρι τα ημιτελικά και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Άρχισε να αγωνίζεται από τα 14 του στη Σουηδία, πήρε τη μεγάλη μεταγραφή το 1990 στην Πάρμα και παρότι στα πέντε χρόνια που πέρασε στο “Ένιο Ταρντίνι” δεν ήταν πάντοτε βασικός, πανηγύρισε αρκετές επιτυχίες (Κύπελλο Κυπελλούχων, Κύπελλο UEFA, Super Cup Ευρώπης) μιας ομάδας που κέρδιζε κάθε χρόνο ολοένα και περισσότερες συμπάθειες. Ποτέ δεν είχε κομψό σωματότυπο, ωστόσο από τη στιγμή που έσπασε το πόδι του τον Νοέμβριο του 1994, δεν ξαναβρήκε ποτέ φόρμα. Η Πάρμα τον άφησε να φύγει, στη Λιντς εξελίχθηκε σε περίγελο, τόσο με τις συνεχείς κόντρες με προπονητές και διοίκηση όσο και για τα μόλις 4 γκολ σε 20 αγώνες μέσα σε δύο χρόνια. Ο αστράγαλός του τον “πρόδωσε”, το αλκοόλ τον “γέμισε” και το καλοκαίρι του 1998, πριν συμπληρώσει τα 29, ήταν ένας πρώην ποδοσφαιριστής, που δεν τον ήθελε καμία ομάδα.

Τοστάο (27)

Στην καλύτερη Βραζιλία όλων των εποχών, αυτήν που εμφανίστηκε στα γήπεδα του Μεξικό το 1970, ήταν ο καλύτερος παίκτης. Ο Τοστάο σχημάτισε ένα αχτύπητο δίδυμο με τον Πελέ, οδήγησε τη “σελεσάο” στο τρόπαιο και δύο χρόνια μετά, σε ηλικία 27 ετών, αποχώρησε από την ενεργό δράση. Όλα οφείλονται στην ελλιπή όρασή του. Από μικρός είχε πρόβλημα και δεν θα γινόταν ποδοσφαιριστής, εάν ένας γιατρός δεν τον έσωνε με μία θεραπεία που η οικογένειά του δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά. Το 1969, έναν χρόνο πριν από τη μαγική εμφάνιση στο δεύτερο Μουντιάλ της καριέρας του, δέχθηκε χτύπημα από την μπάλα στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια αγώνα της Κρουζέιρο κόντρα στην Κορίνθιανς, υπέστη αποκόλληση αμφιβληστροειδή, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να επανέλθει πλήρως η όρασή του. Συνέχισε την καριέρα του, υποβλήθηκε σε επανορθωτική επέμβαση, αλλά τα προβλήματα όρασης έγιναν ακόμα χειρότερα και αποφάσισε να αποσυρθεί, να γίνει γιατρός και να βοηθήσει -κυρίως- φτωχές οικογένειες. Πρόλαβε μία καριέρα που θα ζήλευαν πολλοί, όμως, με ένα Μουντιάλ, ένα πρωτάθλημα Βραζιλίας (1966), τρία πρωταθλήματα Μινέιρο, τρεις τίτλους πρώτου σκόρερ στο Μινέιρο και 271 γκολ σε 449 αγώνες με Αμέρικα, Κρουζέιρο και Βάσκο ντα Γκάμα και 32 γκολ σε 54 αγώνες με την εθνική, με βάση την καταγεγραμμένη στατιστική της εποχής.

Χιντετόσι Νακάτα (29)

Ο πιο διάσημος Ιάπωνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 30 χρόνων, δεν στήριξε τη φήμη του μόνο στην εμπορικότητα, αλλά και στην αξία του. Σε ηλικία μόλις 21 ετών πήρε μία (σπάνια για την εποχή) μεταγραφή στην Ευρώπη, λόγω και της παρουσίας του στο Μουντιάλ 1998 και κυρίως τις εμφανίσεις του στα προκριματικά. Η διετία στην Περούτζια έδειξε ότι μπορεί να σταθεί σε ανώτερο επίπεδο και όσο εξελισσόταν σε ηγέτη της Ιαπωνίας, πήρε μεταγραφή  στη Ρόμα και κατέκτησε το πρωτάθλημα του 2001. Ακολούθησε μεταγραφή 20.000.000 ευρώ στην Πάρμα, διαφημίσεις, χρυσόσκονη, μέχρι το Μουντιάλ 2006. Αγωνίστηκε και στα τρία παιχνίδια και μετά από τον αποκλεισμό στη φάση των ομίλων, ανακοίνωσε έξαφνα ότι αποχωρεί από τη δράση. “Το αποφάσισα πριν από μισό χρόνο ότι θα αποχωρούσα από το ποδόσφαιρο. Μέρα με τη μέρα αντιλαμβανόμουν ότι το ποδόσφαιρο έγινε μία μεγάλη επιχείρηση. Αισθανόμουν ότι η ομάδα έπαιζε μόνο για τα χρήματα και όχι για τη χαρά του παιχνιδιού. Πάντα νόμιζα ότι η ομάδα ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια, αλλά σταμάτησα να το αισθάνομαι αυτό. Ήμουν λυπημένος, γι’ αυτό σταματάω”, έγραψε σε αποχαιρετιστήριο γράμμα.

Πηγή: sport24.gr