Γενιές που μεγαλώνουν μακριά από το “πεθαμένο” ελληνικό ποδόσφαιρο

287

Ο Βασίλης Σαμπράκος πιάνει κουβέντα με δυο παιδάκια που παρακολουθούν παθιασμένα το ποδόσφαιρο και δεν υποστηρίζουν ούτε στα λόγια μια ελληνική ομάδα, και γράφει για το σημερινό κατάντημα του ποδοσφαίρου που “δικαιολογεί” απολύτως αυτή την επιλογή, αλλά και για τη μόνη ελπίδα του ελληνικού ποδοσφαίρου για το μέλλον.

Μου έτυχαν μπροστά μου, σε μια πλατεία την περασμένη Κυριακή τα παιδάκια της φωτογραφίας. Ντυμένος Κριστιάνο ο ένας, ντυμένος Μέσι ο άλλος, έπαιζαν το δικό τους clasico στα πλακάκια. Μαθητές δημοτικού, που δεν έχουν κλείσει τα 10 τους χρόνια ήταν και οι δύο. Και φυσικά μπήκα στον πειρασμό μιας συνομιλίας στα όρθια μαζί τους.

“Και ποια ομάδα υποστηρίζεις στην Ελλάδα;”, ρώτησα τον “Κριστιάνο”. “Καμία” μου απάντησε με έκπληξη, σαν να ήταν κουτή η ερώτησή μου, προτού απαντήσει και στο “γιατί;” μου: “καμία δεν μ’ αρέσει, δεν μ’ αρέσει να βλέπω ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν είναι ωραίο”.

Περίπου copy&paste ήταν η απάντηση του “Μέσι”, που στα παραπάνω λόγια συμπλήρωσε κι αυτό: “οι ελληνικές ομάδες είναι για σας, τους μεγάλους, εμείς δεν ασχολούμαστε, άλλωστε ο πατέρας μου λέει ότι είναι επικίνδυνο να πηγαίνει κανείς στο γήπεδο”.

Φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα παιδιά που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και δεν ασχολούνται καθόλου με το ελληνικό. Μου έτυχε όμως αυτή η συναναστροφή μόλις λίγες ημέρες μετά από τον τελικό του Κυπέλλου και μόλις λίγες ημέρες πριν από το Παναθηναϊκός – ΠΑΟΚ, δηλαδή πάνω στα δύο απανωτά τελευταία κρούσματα πλήρους διακωμώδησης του αθλήματος στην Ελλάδα.

Αυτή η εικόνα, μαζί με τα λόγια των πιτσιρικάδων, θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να μας σοκάρει και να μας προβληματίζει όλους εμάς που ασχολούμαστε επαγγελματικά (και) με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Θα έπρεπε να μας “καίει” αυτή η πλήρης υποβάθμιση του προϊόντος, το οποίο έχει οδηγηθεί στην πλήρη απαξίωση και έχει καταντήσει να αφορά πολύ λιγότερους Ελληνες από όσους αφορούσε ποτέ στην Ιστορία.

Κάντε like στη σελίδα μας να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα νέα των ΑΚΑΔΗΜΙΩΝ

Κι εκεί κρύβεται το τραγικό: στην πλειονότητά μας έχουμε αποδεχθεί το μοιραίο, αυτοί που το παρακολουθούμε επαγγελματικά για να το σχολιάσουμε, να το αναλύσουμε και να το κρίνουμε. Στην πλειονότητά σας, έχετε αποδεχθεί το μοιραίο και όσοι έχετε απομείνει να το παρακολουθείτε από μια μέση απόσταση, αυτή του τηλεθεατή που αραιά και πού, μία στο τόσο, γίνεται και θεατής σε κάποιο παιχνίδι.

Ποιοι έχουν παραμείνει ενεργοί φίλοι του και σταθεροί θαμώνες στις κερκίδες του; Ενα μικρό ποσοστό αυτών των λίγων που είναι τακτικοί επισκέπτες των γηπέδων είναι κανονικοί άνθρωποι που αγαπούν το ποδόσφαιρο, αγαπούν την ομάδα τους, και ψυχαγωγούνται με αυτό έχοντας συμβιβαστεί με την ιδέα του μέτριου θεάματος που απολαμβάνουν συγκριτικά με το ευρωπαϊκό. Αυτοί όμως είναι η μειονότητα. Τώρα πια το ελληνικό ποδόσφαιρο ζει την εποχή που οι “άλλοι” είναι πλειοψηφία, ή τουλάχιστον συμπεριφέρονται σαν πλειοψηφία και κάνουν θόρυβο πλειοψηφίας: κάφροι και επαγγελματίες οπαδοί είναι οι τελευταίες εναπομείνασες “μάζες” στις κερκίδες των γηπέδων.

Καμμένοι πιτσιρικάδες που καθοδηγούνται και μανιπιουλάρονται, και καμμένοι μεσήλικες ή και λίγο μεγαλύτεροι, που βγάζουν συμπεριφορές σαν του τύπου που πέταξε το κουτάκι της μπύρας στον Ιβιτς. Αυτοί είναι πλέον η πλειοψηφία του “υπέροχου κόσμου” που αποθεώνουν σε κάθε ευκαιρία όλοι οι επαγγελματίες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Οι καμμένοι.

Τι θα περίμενες σε μια καμμένη Ελλάδα, θα σπεύσεις να αναρωτηθείς εσύ ο κανονικός άνθρωπος που διαβάζεις αυτό το σημείωμα (τα καμμένα σχόλια έχουν πάψει χρόνια τώρα να με απασχολούν, πιθανόν να το έχεις αντιληφθεί αν παρακολουθείς το blog μου). Ναι, μάλλον το ποδόσφαιρο δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε μια καμμένη Ελλάδα, αλλά η Ιστορία που έχω μελετήσει, δηλαδή τα όσα έχω διαβάσει και οι βιωματικές ιστορίες που μου έχουν διηγηθεί ο πατέρας μου, οι συνομήλικοί του και οι μεγαλύτεροι, που σήμερα δεν βρίσκονται στη ζωή, με πείθουν ότι στο παρελθόν το ποδόσφαιρο κατάφερνε να κρατά τουλάχιστον ικανοποιητικό επίπεδο πολιτισμού στον χώρο του ακόμη και σε κακές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη τεκμηρίωση η διαπίστωση ότι ζούμε τη χειρότερη περίοδο στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ειδικά της επαγγελματικής εποχής, διότι αρκεί η επισήμανση ότι σήμερα, διαπιστωμένα, με βάση τους αριθμούς, το ποδόσφαιρο μαζεύει τους λιγότερους θαμώνες από ποτέ και η απήχησή του στα media είναι μικρότερη από ποτέ, ιστορικά.

Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι, για να επιστρέψω στα παιδιά της φωτογραφίας, ότι δεν έχει καεί μόνο το παρόν· καίγεται και το μέλλον του, διότι τα σημερινά παιδιά, της παιδικής και της προεφηβικής ηλικίας μεγαλώνουν χωρίς ελληνικό ποδόσφαιρο. Μεγαλώνουν έχοντας ήδη απορρίψει το ελληνικό ποδόσφαιρο, μεγαλώνουν καταναλώνοντας, σε μεγάλες ποσότητες, μόνο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Θα χρειαστεί να κάνει αδιανόητα άλματα το ελληνικό ποδόσφαιρο για να μπει, αν μπει, στην λίστα των ψυχαγωγικών προτιμήσεών τους. Θα πρέπει να κάνει “θαύματα” για να τα πείσει να ασχοληθούν μαζί του, να γίνουν θεατές του και τακτικοί “πελάτες” του.

Αν ρωτήσεις έναν μαθητή δημοτικού σχολείου ή γυμνασίου σχετικά με το τι συζητούν τα παιδιά στα διαλείμματα, θα διαπιστώσεις ότι η δημοτικότητα του κάθε Σπαλιάρα και του κάθε νικητή ή φιναλίστ του όποιου “voice” παιχνιδιού είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των Ελλήνων ποδοσφαιριστών.

Τα παιδιά ασχολούνται με τα ριάλιτι και διδάσκονται τις αξίες που αυτά πρεσβεύουν πολύ περισσότερο από όσο ασχολούνται με το ελληνικό ποδόσφαιρο και τις αξίες που εκείνο έχει καταντήσει να πρεσβεύει. Κι αυτό συμβαίνει (και) επειδή οι γονείς αυτών των παιδιών προτιμούν την αποχαύνωση των ριάλιτι από την αισθητική του ποδοσφαίρου, τη βία, τη διαφθορά του και την έλλειψη πολιτισμού. Μέχρι και πριν από 10-15 χρόνια αυτό ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Το ξέρω, το έχω πλήρως κατανοήσει ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως βάση για να στηρίξει σήμερα ένας λογικός και ρεαλιστής παρατηρητής οποιαδήποτε ελπίδα για αλλαγή στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτό συμβαίνει επειδή αυτό το ποδόσφαιρο της αξίζει της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας.

Συμβαίνει επειδή η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας αδιαφορεί για αυτό, επειδή το εγκατέλειψε στη μοίρα του. Αν κάτι παρήγορο πρέπει να βρω σε όλο αυτό που σήμερα συμβαίνει στη σχέση του Ελληνα με το ποδόσφαιρο είναι, επιστρέφοντας και πάλι, για τελευταία φορά, στη φωτογραφία ότι είναι πολλά, πάρα πολλά πλέον τα παιδιά που μαθαίνουν το ποδόσφαιρο βλέποντας τον Μέσι και τον Κριστιάνο, παρακολουθώντας τον πολιτισμό στις κερκίδες του Καμπ Νου και του Μπερναμπέου, λαμβάνοντας παραστάσεις σαν αυτές που δίνουν τα αγγλικά και τα γερμανικά γήπεδα.

Κι όλο αυτό που συμβαίνει με τη στροφή του Ελληνα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δημιουργεί μια μικρή ελπίδα ότι αν κάποτε αποφασίσουν να ασχοληθούν, με όποια ιδιότητα, με το ελληνικό ποδόσφαιρο οι σημερινές γενιές της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, θα το κάνουν είτε επειδή το ελληνικό ποδόσφαιρο θα έχει αποδεδειγμένα εξευρωπαϊστεί είτε επειδή θα έχουν αποφασίσει να το εξευρωπαΐσουν.